αδουλεψιά

αδουλεψιά
η [δούλεψη]
1. έλλειψη εργασίας, ανεργία
2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία
3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδουλία — (I) ἀδουλία, η (Α) [ἄδουλος Ι] το να μην έχει κανείς δούλους για να τόν υπηρετούν, κατά συνέπεια η φτώχεια. (II) και ιά, η [άδουλος ΙΙ] η αδουλεψιά* (1, 2) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”